Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2013

«Μικρά Αγγλία» του Παντελή Βούλγαρη

Την περιμέναμε όλοι με ανυπομονησία. Το trailer της μας είχε δώσει μόνο μια μικρή γεύση για το τι θα παρακολουθούσαμε. Κάποιοι είχαν ήδη διαβάσει το βιβλίο. Ναι, η Μικρά Αγγλία του Παντελή Βούλγαρη γεννήθηκε μέσα από την πένα της συζύγου του Ιωάννας Καρυστιάνη. Η ιστορία διαδραματίζεται στην Άνδρο του '30, γνωστή τότε ως Μικρά Αγγλία, και τολμώ να πω ότι μου θύμισε αρκετά αφηγήσεις ''παπαδιαμαντικές'' (κάτι το νησιώτικο τοπίο, κάτι η έντονη παρουσία του αληθινού-αγνού έρωτα, και το ηθογραφικό στοιχείο που επικρατεί, δεν είναι και λίγα για να παραβλέψει κανείς τον συνειρμό). Η Όρσα (Πηνελόπη Τσιλίκα) και η Μόσχα (Σοφία Κόκκαλη) είναι δύο αδερφές σε ηλικία γάμου, μεγαλωμένες σχεδόν αποκλειστικά από τη μάνα τους καθότι την εποχή εκείνη οι περισσότεροι άντρες στο νησί, όντας ναυτικοί, ταξίδευαν για να βγάλουν το ψωμί τους ή για να αγωνιστούν για τον τόπο τους. Στη μητριαρχική λοιπόν κοινωνία της εποχής, η μάνα των κοριτσιών (Αννέζα Παπαδοπούλου) καλείται να αναλάβει τα προξενιά τους, έχοντας ως κύριο μέλημα να μην τους λείψει τίποτα από τα απαραίτητα: ούτε το χρήμα και ένα καλό σπίτι, ούτε ένας καπετάνιος σύζυγος και ένα καλό όνομα. Η μάνα λοιπόν αποφασίζει για τα παιδιά της. Εκείνη απορρίπτει, εκείνη επιλέγει. Εκείνη είναι η μοίρα τους. Το ρητό όμως που λέει ότι η μοίρα δεν τα φέρνει πάντα όπως τα θέλουμε, στην ταινία αυτή γίνεται και το βασικό θέμα. Η μοίρα-μάνα, παγερά αδιάφορη και σκληρή για τα όποια συναισθήματα των κορών της, προσπαθώντας να χτίσει το τέλειο μέλλον τους, οδηγείται τελικά στο να υπογράψει την καταδίκη τους. Δεν θα αποκαλύψω την ιστορία μέχρι τέλους της γιατί όσοι δύσπιστοι μείνατε χωρίς να την έχετε δει ακόμη, αξίζει να το κάνετε άμεσα. Η ιστορία αυτή μας κάνει να αναρωτηθούμε πολλά. Τι μπορεί να προκαλέσει η άβουλη αποδοχή της ''μοίρας'' και ποιες οι συνέπειες της αποδοχής αυτής; Κατά πόσο οι εκάστοτε συνθήκες μπορούν να επηρεάζουν κάποιες καταστάσεις; Ποια είναι τελικά η φύση της ανθρώπινης ψυχής και πόσο μπορεί αυτή να αντέξει σε δύσκολες στιγμές χωρίς να σπάσει; Και κυρίως, πόσο σημαντική είναι η ουσιαστική επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων; Ψυχογραφικά λοιπόν θέματα έρχονται συνεχώς στο προσκήνιο τα οποία σε συνδυασμό με την σκηνοθετικά άψογη για μένα σκοπιά του Βούλγαρη, δίνουν μια τόσο πλήρη εικόνα της εποχής και της Ελλάδας του τότε, που νομίζεις πως είσαι και εσύ μέσα στην ιστορία και τα βιώνεις όλα κοντά στους ήρωες. Η ταινία παραδίδει κυριολεκτικά μαθήματα φωτογραφίας, ενώ οι μουσικές της σίγουρα δεν μπορούν να περάσουν απαρατήρητες.
Προβλήθηκε για πρώτη φορά στις κινηματογραφικές αίθουσες στις 5 Δεκεμβρίου 2013 και συνεχίζει ακόμα να κάνει ρεκόρ εισπράξεων. Στο καστ πέρα από τα γυναικεία ονόματα που αναφέρθηκαν, ανήκουν και οι Χρήστος Καλαβρούζος, Βασίλης Βασιλάκης, καθώς και οι πιο νεαροί Μάξιμος Μουμούρης και Ανδρέας Κωνσταντίνου που πέρα από τη γοητεία που ούτως ή άλλως έχουν, η ενσάρκωση των ρόλων τους είναι πραγματικά αξιέπαινη.
Και για να κλείσω, θα πω αυτό που κράτησα μέσα μου πιο έντονο με το που έπεσαν οι τίτλοι του τέλους: είτε κανείς πονάει για έναν απραγματοποίητο έρωτα, είτε για τη συνειδητοποίηση της επιδερμικής σχέσης που έχει με έναν δικό του άνθρωπο, σημασία έχει μόνο αυτό: οι ανθρώπινες σχέσεις δύσκολα χτίζονται, εύκολα ξεφτίζουν, φθείρουν και φθείρονται, πονάνε και υποφέρουν, μαγεύουν αλλά και σκοτώνουν...

~ Trailer:

                           

Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2013

«Άννα Καρένινα» του Leo Tolstoy

Πήγα να τη δω με ενθουσιασμό. Είχα ακούσει καλά σχόλια, αλλά περίμενα την επιβεβαίωση από πλευράς μου. Με το που έπεσαν οι τίτλοι τέλους, η επιβεβαίωση αυτή ήρθε επάξια. Η ιστορία της Άννας μου ήταν γνωστή, όμως οφείλω να ομολογήσω ότι αποδόθηκε τόσο όμορφα στη μεγάλη οθόνη από τον πολύ ικανό -όπως έχει ήδη αποδειχθεί και από άλλες του ταινίες- Joe Wright, σε σημείο που περίμενα με μεγάλο ενδιαφέρον να δω την εξέλιξη της ιστορίας. Είναι γεγονός ότι η σκηνοθεσία ήταν κάτι το διαφορετικό. Γυρισμένη όλη σε ένα και μόνο στούντιο (!) , με τους ηθοποιούς να αλλάζουν μέχρι και κοστούμια μπροστά στον θεατή, η ταινία δίνει την εντύπωση της θεατρικής παράστασης, μια εντύπωση που μπορεί κάποιους ίσως να τους ενοχλήσει, εμένα όμως μου φάνηκε ευφυέστατη και εξαιρετικά πρωτότυπη. Η ιστορία της Άννας, μιας όμορφης γυναίκας που ζει μέσα σε έναν ανιαρό γάμο, βρίσκει την κορύφωσή της όταν η ίδια η πρωταγωνίστρια ερωτεύεται παράφορα έναν νεαρό αξιωματικό, εγκαταλείπει σύζυγο και παιδί για χάρη του και ζει έναν παράφορο έρωτα. Το τέλος της ιστορίας είναι γνωστό σε όποιον έχει διαβάσει το βιβλίο... Και για τους αναγνώστες του που αναρωτιέστε μήπως η ταινία σας απογοητεύσει, σας βεβαιώνω ότι αυτό δεν πρόκειται να συμβεί. Ο Wright, έχει σεβαστεί τόσο το μυθιστόρημα, που δεν θα βρείτε κάτι διαφορετικό από το βιβλίο  (ίσα ίσα που θα παρατηρήσετε ότι στην ταινία έχουν προσεχθεί ακόμη και ενδυματολογικές  λεπτομέρειές!). Στην οθόνη θα δείτε την Keira Knightley στον ρόλο της Καρένινα τον Jude Law στον ρόλο του Καρένιν (συζύγου της Άννας) και τον Aaron Taylor-Johnson να υποδύεται τον όμορφο αξιωματικό Βρόνσκι που σαγηνεύει την πρωταγωνίστρια και εν τέλει την ξελογιάζει. Όμως το κάστ δεν τελειώνει εδώ. Στην ταινία παίζουν και μπόλικοι άλλοι αξιέπαινοι ηθοποιοί, καθώς ως γνωστόν το μυθιστόρημα του Ρώσου συγγραφέα δεν επικεντρώνεται κατά αποκλειστικότητα στον παθιασμένο παράνομο έρωτα της Καρένινα και στη σύγκρουση του διδύμου έρωτα-ηθικής, αλλά περιλαμβάνει και μια πληθώρα άλλων ηρώων, με τις δικές τους ερωτικές ιστορίες ο καθένας, που βοηθούν στο να θίξει παράλληλα και την πολιτική κατάσταση της τότε ρωσικής κοινωνίας, καθώς και άλλα εξίσου σημαντικά θέματα τα οποία, βέβαια, επισκιάζονται στην ταινία από το βασικό θέμα του παράνομου έρωτα της πρωταγωνίστριας. Τα κοστούμια εντυπωσιακά, ενώ τα κλασικά μουσικά κομμάτια που έχουν επιλεγεί, δίνουν απόλυτα ταιριαστά την κορύφωση των συναισθημάτων όπου και όταν χρειάζεται (ξεχώρισα τρία-τέσσερα από αυτά που πραγματικά σε σαγηνεύουν!) Αν έχω κάτι αρνητικό να προσάψω στην ταινία; Όχι, δεν έχω. Αλλά αν επιμένετε, θα κάνω μια απλή γυναικεία παρατήρηση: όσο ιδανική μου φάνηκε η Knightley για τον ρόλο της, για τον Johnson κρατάω την επιφύλαξή μου. Όμορφος ναι, γοητευτικός όμως (όσο γοητευτικός περιγράφεται ο Βρόνσκι στο βιβλίο) δεν ξέρω κατά πόσο με έπεισε ότι είναι...
Η ταινία προβλήθηκε για πρώτη φορά στους ελληνικούς κινηματογράφους την 1 Ιανουαρίου 2013, έτσι για να μπει καλλιτεχνικά καλά ο χρόνος. Να πάτε να τη δείτε. Γιατί; « You Can't Ask Why About Love ».

~Trailer:


Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2012

«Αν» του Χριστόφορου Παπακαλιάτη

  
Ομολογώ ότι δεν το περίμενα, αλλά με εξέπληξε. Ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης, από ό,τι φαίνεται, ήρθε για να μπει δυναμικά στον χώρο του κινηματογράφου. Και αναφέρομαι περισσότερο στη δουλειά του ως σεναριογράφου και σκηνοθέτη παρά ως ηθοποιού. Μια πολύ καλά γυρισμένη ταινία με ένα καλογραμμένο σενάριο. Σε αυτήν παρουσιάζεται η ιστορία του Δημήτρη και της Χριστίνας, μια έντονη ιστορία πάθους και αγάπης στην οποία ανάμεσα μπαίνει το Αν. Τι θα γινόταν Αν ο Δημήτρης εκείνο το βράδυ δεν έβγαινε από το σπίτι του και δεν γνώριζε τη Χριστίνα και τι θα γίνει Αν τη γνωρίσει; Και οι δυο ιστορίες δίνονται άψογα στη μεγάλη οθόνη μην αφήνοντάς σε λεπτό να βαρεθείς. Όλη η ταινία είναι γυρισμένη στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας, την Πλάκα, την οποία προβάλλει όσο ομορφότερα γίνεται. Και η μουσική της όμως δεν περνάει σε καμία περίπτωση απαρατήρητη. Jazzy ρυθμοί ξεχωρίζουν και μελωδίες λατέρνας, ενώ μερικά από τα μουσικά κομμάτια που ακούγονται είναι το Blue Jeans της Lana del Rey, το Wildest Moments της Jessie Ware, το In the light της Irene Skylakaki, ενώ το τραγούδι Αν που γράφτηκε ειδικά για την ταινία και ερμηνεύει η Δήμητρα Γαλάνη, την κλείνει απόλυτα ταιριαστά. Στην ταινία πρωταγωνιστούν ο ίδιος ο Παπακαλιάτης και η Μαρίνα Καλογήρου, ενώ ανάμεσα στους υπόλοιπους ηθοποιούς που συμμετέχουν βρίσκονται και η Μάρω Κοντού με τον Γιώργο Κωνσταντίνου (αγαπημένο ζευγάρι από την ελληνική ταινία Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα). Κάποιοι κατηγόρησαν το κόνσεπτ λέγοντας πως ο Παπακαλιάτης ως αρχάριος (και κατά συνέπεια άπειρος), θέλησε σε μια ταινία να χωρέσει πολλά: την οικονομική κρίση, την ανεργία, ένα έντονο πάθος, τη μοντέρνα έκδοση του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, λίγο Χρόνη Μίσσιο, έναν έπαινο προς την Αθήνα. Εμένα δεν με ενόχλησε καθόλου (ίσα ίσα που στο μυαλό μου έπαιξαν όλα τον ρόλο τους για την εξέλιξη της σχέσης μεταξύ των δύο νέων). Η ταινία προβλήθηκε για πρώτη φορά στις κινηματογραφικές αίθουσες στις 29 Νοεμβρίου 2012 και μέχρι τώρα έχει κάνει ρεκόρ εισπράξεων. Τι περιμένετε; σπεύστε να τη δείτε! Και δεν το λέω μόνο για να ενισχύσουμε τον ελληνικό κινηματογράφο. Εμένα μου άρεσε. Μόνο μία απορία μου γεννήθηκε: αν ένας τέτοιος έρωτας δεν άντεξε να επιβιώσει, τότε ποιοι έρωτες επιβιώνουν σήμερα;
Α! και κάτι τελευταίο: αν δεν πιστεύετε στη μοίρα, ίσως αυτή τη ταινία σας κάνει να προβληματιστείτε λιγάκι. Ο Παπακαλιάτης πάντως, από ό,τι φαίνεται, πιστεύει (και μάλιστα πολύ).

~Trailer:


 

Λίγα λόγια για τον κινηματογράφο...

Ο κινηματογράφος ή αλλιώς σινεμά αποτελεί σήμερα την αποκαλούμενη και έβδομη τέχνη. Αρχικά εμφανίστηκε περισσότερο ως μια νέα τεχνική καταγραφής της κίνησης και οπτικοποίησής της, όπως δηλώνει και ο ίδιος ο όρος (κινηματογράφος = κίνηση + γραφή). Είναι γενικά δύσκολο να αναδειχθεί ένας μοναδικός εφευρέτης του κινηματογράφου ως τεχνική της κινούμενης εικόνας, τα σημαντικότερα όμως ίσως επιτεύγματα σχετικά με την ανάπτυξη της κινηματογραφικής τεχνικής έγιναν στα τέλη του 1880, με κυριότερο την εφεύρεση του κινητοσκοπίου από τον Ουίλλιαμ Ντίκσον, ο οποίος εργαζόταν στα εργαστήρια του Τόμας Έντισον. Στη Γαλλία, οι αδελφοί Ογκύστ και Λουί Λυμιέρ, βασιζόμενοι στο κινητοσκόπιο των Ντίκσον και Έντισον, εφηύραν τον κινηματογράφο (cinematographe) που αποτελούσε μία φορητή κινηματογραφική μηχανή λήψεως, εκτύπωσης και προβολής του φιλμ. Στις 28 Δεκεμβρίου του 1895 έκαναν και την πρώτη δημόσια προβολή στο Παρίσι. Η ημερομηνία αυτή αναφέρεται από πολλούς ως η επίσημη ημέρα που ο κινηματογράφος με την σημερινή του γνωστή μορφή έκανε την εμφάνισή του. Εκείνη τη δημόσια προβολή παρακολούθησαν συνολικά 35 άτομα επί πληρωμή και προβλήθηκαν δέκα ταινίες συνολικής διάρκειας περίπου δεκαπέντε λεπτών. Οι πρώτες κινηματογραφικές ταινίες ήταν μικρής διάρκειας, παρουσιάζοντας συνήθως στατικά μία σκηνή της καθημερινότητας. Με αφετηρία τις νέες δυνατότητες που αναδείχθηκαν, ο κινηματογράφος μετασχηματίστηκε διεθνώς σε μία δημοφιλή μορφή τέχνης, ενώ παράλληλα πολλοί κινηματογραφικοί χώροι δημιουργήθηκαν με αποκλειστικό σκοπό την προβολή ταινιών. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1920, ο κινηματογράφος παρέμενε χωρίς ήχο (βουβός κινηματογράφος) και συχνά οι προβολές ταινιών συνοδεύονταν από ζωντανή μουσική. Η ιστορία του ηχογραφημένου κινηματογραφικού ήχου ξεκίνησε το 1926, όταν η Warner Brothers παρουσίασε μία συσκευή (Vitaphone), η οποία έδινε τη δυνατότητα αναπαραγωγής μουσικής μέσω ενός δίσκου που συγχρονιζόταν με την μηχανή προβολής της ταινίας. Περίπου την ίδια περίοδο με την προσαρμογή του ήχου ξεκίνησαν συστηματικές προσπάθειες για την προσθήκη χρώματος. Έγχρωμες ταινίες είχαν ήδη εμφανιστεί από τις αρχές του 20ου αιώνα, μέσω του χρωματισμού των κινηματογραφικών καρρέ με το χέρι. Αν και μέχρι τη δεκαετία του 1950, η παραγωγή έγχρωμων ταινιών μειοψηφούσε, κατά τη δεκαετία του 1960 και χάρη στην ανάπτυξη της σχετικής τεχνολογίας, ο έγχρωμος κινηματογράφος επικράτησε.
                                                                                                (Πηγή: Βικιπαίδεια)